- διαμηκύνω
- διαμηκύνω,A last out, live through,
ἡμέρας τέσσαρας PMag.Leid.V. 11.29
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡμέρας τέσσαρας PMag.Leid.V. 11.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμηκύνασα — διαμηκύ̱νᾱσα , διαμηκύνω last out aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)